καθυπέρτερος

καθυπέρτερος
καθυπέρτερος, -έρα, -ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, -έρη, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος
2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ' ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.)
3. (για αστέρες ή αστερισμούς) αυτός που ανέρχεται ψηλά, αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο («καθυπέρτεροι ἀστέρες»)
4. (το υπερθετ.) καθυπέρτατος, -άτη, -ον ο ύψιστος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ καθυπέρτερον
αντί καθύπερθε*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* - + ὑπέρτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθυπέρτερος — above masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτεραι — καθυπέρτερος above fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”